Πόλλες φορές μπερδεύομαι με το συναίσθημα και την σημασία της λέξης “καλοσύνη”.
Μου έρχεται στο μυαλό ο εθελοντισμός, το να δίνεις λεφτά σε φτωχούς, το να βοηθάς τους φίλους σου, τους αγαπημένους σου, τους αγνώστους και γενικά όποιον και όπου χρειάζεται (λοιμούς, σεισμούς, καταποντισμούς, κ.α).
Αυτό που με απασχολεί πολύ είναι το προσωπικό κίνητρο που υπάρχει από πίσω σε κάθε τέτοια πράξη. Όσο μεγαλώνω συνειδητοποιώ ότι υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι του “εγω” μας που κρύβεται πίσω από την έννοια της καλοσύνης και της συνεισφοράς. Υπάρχει ένα “χριστιανικό πρέπει”.
Μια ανάγκη να αισθανθούμε ότι κάτι κάνουμε που μας εξυψωνει στα μάτια των άλλων. Μια διαβεβαίωση ότι αξίζουμε να μας αγαπούν εφόσον κάνουμε καλές πράξεις. Ένας τρόπος να ξορκισουμε τον φόβο της ανυπαρξίας. Και έτσι μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα υποχρεώσεων, ανασφαλειών, φόβων και πολλών ακόμη χάνουμε την πραγματική έννοια της καλοσύνης.
Αυτής της καλοσύνης που ξεκινάει από τον τρόπο που φερομαστε στον εαυτό μας, το πως του μιλάμε, το πόσο τον προσέχουμε, το πόσο του βάζουμε όρια για να τον προστατέψουμε, το πόσο τον σεβόμαστε και τον αποδεχόμαστε για αυτό που είναι.
Νομίζω πως μόνο όταν καταφέρουμε να δείξουμε αγάπη στον εαυτό μας θα μπορέσουμε να δούμε τον συνάνθρωπο μας αλλά και όλα τα πλάσματα της γης με μάτια γεμάτα αγάπη, καλοσύνη και συμπόνια.
Ίσως τότε αυτές οι λέξεις να έχουν αληθινή βάση.